- μισθαγώγημαν
- μισθαγώγημαν και μισταγώγημαν, τὸ (Μ)1. πληρωμή μισθού2. θεϊκή ανταμοιβή στη μέλλουσα ζωή («νά παραλάβει ἕκαστος τὸ μισθαγώγημάν του», Ντελλαπ.)[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από αμάρτυρο ρ. *μισθαγωγῶ (< μισθαγωγός), κατ' επίδραση τού μυσταγωγῶ (πρβλ. τ. μισταγώγημαν)].
Dictionary of Greek. 2013.